Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗΣ: ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΝΑΥΤΙΚΟΣ


Ο ΤΣΙΥΡΚΑΚΟΣ (Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ) 

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΤΑΠΑΚΚΟΥΔΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ"

Κάποτε ένας Κυπραίος για να μην σκοτωθεί στις σφαγές της 9ης Ιουλίου του 1821 επειδή συγγενείς του είχαν ανάμειξη στα επαναστατικά γεγονότα που έλαβαν χώραν εναντίον των Τούρκων, για να γλιτώσει έφυγε από την Κύπρο και ζήτησε καταφύγιο στην Αίγυπτο. Εκεί κατοίκησε για πάντα, αλλά τα τρία παιδιά του όταν ενηλικιώθησαν, γύρισαν πίσω.
Ένας εκ των τριών, ο Κυριάκος κατά το γυρισμό του πέρασε από τους Αγίους τόπους, έτσι από τότε και πλέον τον αποκαλούσαν Χατζιή Τσιυρκακό. Ήταν ένας νέος που του άρεσε η ησυχία και η μοναξιά, γι αυτό ζήτησε εργασία σε ένα βοσκό με ανταμοιβή φαγητό, και κάθε χρόνο έξι αρνιά. Όταν πέρασαν λίγα χρόνια, μάζεψε το μικρό κοπάδι που απέκτησε και ανέβηκε στα βουνά, έκτισε μια μάντρα και μια κάμαρη με ξερόλιθους, και κατοίκησε μες τις ερημιές και τα λαγκάδια, παρέα με τα πρόβατα τα πουλιά, και τις αλεπούδες.
Πέρνούσε ο καιρός, και ζούσε μες στην ησυχία του. Ήταν ευχαριστημένος και απολάμβανε την ήρεμη και ασκητική ζωή που διαβιούσε, ώσπου δυστηχώς μια κρύα μέρα αρρώστησε βαριά, δεν είχε αναπνοή, κατάκοιτος και μοναχός, προσπαθούσε να βρει γιατρειά, μα χωρίς αποτελεσμα.
Ήταν μια νύχτα παγωμένη, ήταν το φεγγάρι γεμάτο και η άγρια περιοχή φωτιζόταν με το κίτρινο φως του, ένα χλωμό και γεμάτο φόβο φως. Μια ψυχρή πνοή ανέμου φυσούσε αδύνατα, και σκέπαζε με πολλη παγωνιά ότι άγγιζε. Μια πνοή τόσο παγωμένη που όλα τα πάγωνε και τα σκότωνε. Τα ζώα και τα πουλιά ήταν φοβισμένα, τα φυτά έγερναν και πέθαιναν από την κρυότητα. Η υγρασία πάγωσε και η γιάλλα σκέπασε όλη τη γη, εγινε σαν καθρέφτης και μέσα του φαινόταν το άρρωστο κίτρινο φως του φεγγαριού σαν προμήνυμα κακών μαντάτων και άσχημων πραγμάτων.
Ήταν έρημη η βουνοπλαγιά, όλα ακίνητα και πεθαμένα, ακουγόταν μονο το ελαφρύ σφύριγμα της παγωμένης πνοής που αρρώσταινε και σκότωνε ότι άγγιζε. Ακουγόταν μαζί και το μακρόσυρτο ουρλιαχτό του λύκου που έσμιγε με τους ρόγχους τους επιθανάτιους του νεαρού παλικαριού. Που κατάκοιτος και άρρωστος τον άφηνε και έφευγε η ζωή του, παγωμένη και αυτή από τη τσουχτερή παγωνιά. 
Ήταν σε μια καλύβα μοναχική, δίπλα στην μάντρα με τα ζώα, είχε αρρωστήσει και ήταν μόνος και έρημος μες την έρημη βουνοπλαγιά, μόνος αυτός μες την παγωμένη φύση. Πανω στο αχυρένιο στρώμα εδώ και μέρες με δυσκολία στην αναπνοή και μαύρους κύκλους στα  μάτια που δεν είχαν δύναμη νάναι ανοιχτά, είχε νιώσει τον θάνατο που ήρθε και παρακαλούσε να ζήσει, και πάλευε για να ζήσει, ώσπου τελικά τα κουρασμένα στήθη σταμάτησαν να ανεβοκατεβαίνουν, και η αδύνατη καρδιά έπαψε να χτυπά ενώ στο κίτρινο πρόσωπό του απλώθηκε το άσπρο του θανάτου. Ένα κουφάρι στο κρεβάτι, και η παγωμένη πνοή του αέρα που τον σκότωσε έμπαινε από τις χαραμάδες της πόρτας…
Η ωρα πέρασε, ήρθε το πρωί, η παγωνιά έπεσε, και το φως της αυγής πήρε να χαράζει. Ο αέρας δυνάμωσε, έλιωσε η γιάλλα και η πόρτα στο μικρό σπιτάκι άνοιξε από τον αέρα και χτυπούσε στον παραστατό με ένα μονότονο ήχο. 
Ένα δροσερό αεράκι άγγιξε το πρόσωπο του πεθαμένου παλικαριού, και ως να κοιμόταν άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και με ένα πήδο πετάχτηκε όρθιος… 
Στάθηκε στην πόρτα κι αγνάντεψε πέρα τα αντικρινά βουνά, και έμεινε να κοιτάζει σκεφτικός. Θυμόταν την χθεσινή νύχτα που δεν είχε αναπνοή, θυμόταν την ψυχή του να φεύγει, και το πνεύμα του να ταξιδεύει, να κινείται  με  τρομαχτική  ταχύτητα σε όλη την οικουμένη, ακόμα  και  μέσα  στην  ύλη.  Θυμόταν ξεκάθαρα τη διαδικασία  του  θανάτου του, ήταν   ευχάριστη  και εμπειρική. Ήταν ένα ταξίδι που του άρεσε, που ταξίδεψε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στα πέρατα του ουρανού, που συνάντησε ένα απέραντο φως και που ενώθηκε μαζί του, εγινε ένα με αυτό, και ένιωσε το πνεύμα του να αγαλλιά…
Έμεινε να κοιτάζει από την πόρτα όλη την γυρω φύση και σκεφτοταν γιατί γύρισε πίσω, γιατί δεν έμεινε εκεί που ήταν τόσο ωραία. Κατάλαβε ότι εγινε θαύμα, μέσα του ένιωθε γαλήνη, γονάτισε και προσευχήθηκε. Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη μάντρα, είχε ένα αίσθημα ανήσυχο για τα πρόβατα, ήταν πολύ το κρύο για να το αντέξουν. Σαν κόντεψε τα είδε όλα νεκρά, ήταν η νυχτερινή παγωμένη πνοή του θανάτου που πέρασε και μαζί πήρε αυτόν, πήρε και τα ζά. Με έκφραση απόλυτης ηρεμίας και στωικότητας αντίκρισε τον ομαδικό θάνατο, τον είχε «ζήσει» και αυτός, ήταν μια απόλυτη εμπειρία, μια κατάσταση έξω από τη συνηθισμένη. Και δεν μπορούσε ύστερα από τέτοια εμπειρία να παραμείνει  ασυγκίνητος ήταν ένα σημείο του Θεού που τον έκαμε να νιώθει άμετρη ηρεμία, ένιωθε ότι πέρασε από την κρίση του Θεού…
Γύρισε στη κάμαρη, άνοιξε το παλιό μπαούλο και πήρε την βαριά κάπα, έβαλε στην βούρκα του φαί και ροβόλησε την βουνοπλαγιά. Ήθελε να κατέβει στον κάμπο, να αλλάξει ζωή, να δει ανθρώπους, να ζήσει μαζί τους. Ένιωθε μέσα του μια ανάγκη, δεν μπορούσε άλλο μοναχός, είχε μια ανάγκη φυγής μακριά από την ως τώρα στεγνή καθημερινότητά του, τα φυλακισμένα του συναισθήματα αναζητούσαν διέξοδο, οι αισθήσεις του ήταν σε επιφυλακή για δράση, και η αιώνια αναμονή που παραλύει τα πάντα, ήθελε να τελειώσει.
Περπάτησε ώρες πολλές, έβαλε σημάδι την ξέρα του «Φερφουρή» στη θάλασσα της Χλώρακας. Εκεί ήθελε να παει, εκεί να κατοικήσει, μέσα στους κάμπους, δίπλα στη θάλασσα, κοντά στην πόλη του Κτημάτου μιας πόλης στην οποία θα μπορούσε να χαθεί  και με φαντασία να ζήσει κάτι πρωτόγνωρο, καινούργιο, ήθελε να ονειρευτεί, να πετάξει, να απελευθερώσει όλα όσα κρύβει η ψυχή, ήθελε να αποκαλύψει τη γνήσια πνευματικότητα, να κυνηγήσει σκοτεινές και φλογερές παρορμήσεις, να αισθανθεί ελεύθερος.


Υ.Γ. Ο Χ" Τζιητσιυρκακός κατοίκησε στη Χλώρακα, απέκτησε μεγαλη περιουσία και έγινε ο άρχοντας της περιοχής. Παντρεύτηκε την Μαρίκα, και ύστερα την Χ'' Λωξάνδρα. Απόγονοι τους ήταν οι Χριστόδουλος Σιαμμάς αλλως Ττοουλούην, ο Χαράλαμπος, ο Τσιυπρής, και η Δεσποινού η οποια παντρεύτηκε τον Ευστάθιον Κυρηνέαν Λαούρη που εργαζόταν ως μισταρκός στον πατέρα της.
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Στο βιβλίο του "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ" ο Κυριάκος Ταπακούδης γράφει ναυτικές ιστορίες και διηγείται όσα θαυμαστά και εύμορφα είδε και γνώρισε ως ναυτικός σε μια νεαρή ηλικία που εμπαρκάρισε στα καράβια και έπλευσε μακριές θάλασσες και περιδιάβηκε λιμάνια σε μακρινές χώρες
Διαβάστε το βιβλίο δωρεάν πατώντας εδώ:
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ:

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΤΑΠΑΚΟYΔΗΣ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα πριν πολλά χρόνια στη Χλώρακα, ένα χωριό που έχει στα ριζά του την Μεσόγειο να το προσκυνά. Όσα χρόνια κι’ αν πέρασαν, όπου κι’ αν έχω πάει, χαραγμένη στη θύμηση μου μένει πάντα η καταχθόνια βουή της θάλασσας που θέλοντας με βιά να κατατρώει τις ακτές με δύναμη τις κτυπούσε, αλλά αυτές πέτρινες και στέρεες, βράχοι άγριοι, απότομοι και θεόρατοι καθώς ήταν, καταλυμό δεν είχαν.
Ήταν μικρό μέρος με μικρό πληθυσμό που οι κάτοικοι ησχολούντο κυρίως με τη γεωργία και λίγο με τη κτηνοτροφία. Μετά το έτος 1980 το χωριό αναπτύχτηκε οικοδομικά ραγδαία και ο πληθυσμός πλήθυνε καταντώντας τη μικρή Κοινότητα σε μεγάλη κωμόπολη.
Οι γονείς μου ήσαν φτωχοί και πολύτεκνοι. Ο πατέρας μου ονομαζόταν Χαράλαμπος και η μητέρα μου Στασού και ήταν μια απλή ευλογημένη Χριστιανική γυναίκα που πέθανε πολύ ενωρίς.
Παντρεύτηκα το 1980 τη Μαρινέλλα Λουκά από τη Μεσόγη και αποκτήσαμε δυο παιδιά και δύο εγγόνια, απεβίωσε ‘ομως σε ηλικία 53 ετών ένεκα της επαράτου νόσου.
Το 1971 αποφοίτησα από τη Τεχνική Σχολή Πάφου, ενώ την χρονιά του 2011 παρακολούθησα δύο χρόνια δι’ αλληλογραφίας σπουδές ΜΜΕ, όπου πήρα το δίπλωμα του δημοσιογράφου με άριστα.
Υπηρέτησα στην Εθνική φρουρά 25 μήνες, και με την απόλυση μου μετέβηκα στην Ελλάδα όπου μπάρκαρα και εργάστηκα στα πλοία ως Μηχανικός. Τα ατέλειωτα χρόνια και τις ατέλειωτες ώρες της Ναυτικής μου μοναξιάς πάνω στα ποντοπόρα πλοία τάνκερ, ασχολήθηκα με το διάβασμα επιμελώς, καταφέρνοντας να αποκτήσω απεριόριστες γνώσεις, που αργότερα αποδείχτηκαν πολύ υποβοηθητικές ώστε να καταφέρω να γίνω συγγραφέας, συντάκτης, δημοσιογράφος και εκδότης δικής μου εφημερίδας.
Το 1978 επέστρεψα στην Κύπρο όπου ασχολήθηκα με επιτυχία με το εμπόριο των Φθαρτών.
Το 1991 επέκτεινα τις εργασίες μου στο Developing και στις υπηρεσίες.
Το 2009 εξέδωσα την «εφημερίδα της Χλώρακας» σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, την οποία έγραφα, επιμελούμουν και εκτύπωνα μόνος μου, ενώ ταυτόχρονα ασχολούμουν συστηματικά με τη συγγραφή βιβλίων και περιοδικών.
Υπηρέτησα  τη δημοσιογραφία  από τη θέση του ιδιοκτήτη, του συγγραφέα,  του συντάκτη και του δημοσιογράφου για πέντε περίπου χρόνια εκδίδοντας τη δική του έντυπη  μηνιαία τοπική εφημερίδα, και ακολούθως συνέχισα να την εκδίδω ηλεκτρονικά, καθώς η μεγάλη οικονομική κρίση που έπληξε τον τόπο, δεν μου άφησε δυνατότητες να συνεχίσω την έντυπη κυκλοφορία της.
Το σαράκι της συγγραφικής μου κλίσης το οποίον εξεδήλωσα εις τοιαύτην μεγάλην ηλικία, το έφερα εν κρυπτώ από μικρός, και το όφειλα στον μεγάλο μου αδερφό Χριστάκη Ταπακούδη που τον παρακολούθησα να ασχολείται με τη συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων που διαβάζοντας τα με ενέπνευσαν και μου εμφύτευαν το μεράκι της δημιουργίας.
Εκτός από τη δημοσιογραφία και την αρθογραφία σε εφημερίδες και περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας, ασχολήθηκα  με τη συγγραφή διηγημάτων και ιστοριών που αφορούν την παράδοση, που μέσα από τη διήγηση τους καταγράφεται ο τρόπος ζωής της παλαιάς εποχής και ο τρόπος διαβίωσης των ανθρώπων με όλες τις δυσκολίες της φτώχειας και της καταδυνάστευσης τους από τους Τούρκους και Άγγλους κατακτητές, καθώς και την καταγραφή της ιστορίας της γενέτειρας του Χλώρακας και ότι σχετικό με αυτήν.
Σαν οραματιστής δημοσιογράφος μέσω της διδακτικής μου αρθρογραφίας και προσπαθώντας να επιφέρω ρήξη με το κατεστημένο της υλιστικής εποχής, συνέλαβα την ιδέα να εξεγείρω τις ψυχές και το πνευματικό φρόνημα των αποχαυνωμένων από τον απότομο πλουτισμό συμπατριωτών μου, με μοναδικό όπλο την μικρή μου εφημερίδα  και τη γραφή μου.
Ένα δύσκολο επιχείρημα καθώς δεν γνώριζα τίποτα επί του αντικειμένου, ούτε και από τη σύγχρονη τεχνολογία των κομπιούτερς και των ηλεκτρονικών μηχανημάτων που ήταν απαραίτητα για την έκδοση της εφημερίδας. Παρ όλα αυτά, ενέσκηψα του θέματος και με ενδιαφέρον κατόρθωσα να γνωρίσω γενικά την όλη διαδικασία και να την εφαρμόσω με επιτυχία. Έμαθα να χειρίζομαι τον υπολογιστή με τον οποίο διεκπεραίωνα όλη την εργασία από γράψιμο έως σελιδοποίηση και εκτύπωση, αλλά το κυριότερο κατόρθωσα να μπορώ γράφω τα κείμενα, τα άρθρα και τις μικρές ιστορίες μου με επιτυχία, χωρίς προηγουμένως στη ζωή μου να έχω ασχοληθεί με το γράψιμο. 
Στο χρόνο που ακολούθησε πούδασα δημοσιογραφία ένα όνειρο ζωής το οποίο κατάφερα να πραγματοποιήσω στην ηλικία των 57 ετών, αποδεικνύοντας έτσι στη πράξη την δια βίου μάθηση.