Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

Ευπώλητα, βιβλιοφιλία και διάρκεια


Του ΒΑΣΙΛΗ ΡΟΥΒΑΛΗ


Το φαινόμενο είναι παλιό κι επανερχόμενο στον εκδοτικό χώρο· ωστόσο παραμένει δυσερμήνευτο ή κάποτε παρεξηγήσιμο: τα ευπώλητα (μπεστ σέλερ) είναι προσδοκία, επιθυμητή-εφικτή συγκυρία ή ακόμη «βαρόμετρο» στην αλυσίδα εκδότης-συγγραφέας-αναγνώστης.
Και σύμφωνα με την αγορά, τα βιβλία με ενδιαφέρον, δηλαδή εκείνα τα οποία διαθέτουν υψηλό ποιοτικό επίπεδο συγγραφής, κριτική αποδοχή αλλά και εμπορική προβολή, διαγράφουν σταθερή κυκλοφοριακή πορεία και αναλόγως κρίνονται επιτυχημένα. Πόσο όμως επηρεάζει η λογική των ευπωλήτων, της λίστας που κυκλοφορεί με βάση τον αριθμό πωλούμενων αντιτύπων ανά βδομάδα ή μήνα, την καταξίωση ενός συγγραφέα και την αποτίμηση του έργου του; Πώς προσδίδεται κύρος στους καταλόγους ευπωλήτων όταν η αξιολόγηση των πωλήσεων είναι αποσπασματική, περιορισμένη και κάποτε αυθαίρετη; Ενισχύεται ή όχι η βιβλιοφιλία από την «κούρσα» των ευπωλήτων; Ο προβληματισμός γύρω από το φαινόμενο ξεκινάει από το γεγονός ότι η βιβλιοαγορά κατακλύζεται από εκατοντάδες τίτλους κάθε θεματικής. Αφενός, επηρεάζεται η επιλογή των τίτλων που τοποθετούνται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με αποτέλεσμα την προσαρμογή των αγοραστικών επιλογών βάσει αυτής της λογικής. Αφετέρου, ενίοτε και κατά περίπτωση, οι εκδότες επιδίδονται στην αναζήτηση ευπωλήτων συντηρώντας το φαύλο κύκλο οικονομικής επιβίωσης και επίδειξης εκδοτικής ισχύος. Ποιος αριθμός πωλήσεων αποτελεί όριο για να θεωρηθεί ευπώλητο κάποιο βιβλίο από τον εκδότη του;

Η Αννα Πατάκη εξηγεί ότι, τουλάχιστον στην περίπτωση των εκδόσεων «Πατάκης», εξαρτάται από την κατηγορία του βιβλίου. «Κι αυτό, βέβαια, είναι θέμα εκτίμησης. Πολύ γενικά θα έλεγα ότι στην Ελλάδα σήμερα ένα δοκίμιο που πουλάει πάνω από 3.000 αντίτυπα είναι ευπώλητο, όπως αντιστοίχως ευπώλητο, είναι ένα μυθιστόρημα που πουλάει πάνω από 10.000...».

Ευπώλητο και ποιότητα.

«Δεν μπορείς να φτιάξεις ευπώλητα», λέει ευθέως ο Θανάσης Καστανιώτης.

Τα αναγνωρίσιμα βιβλία, τα εμπορικά, επιτυχημένα, προτιμώμενα από το αναγνωστικό κοινό παραμένουν μυστήριο. «Τα ευπώλητα, έχουν σχέση με τη διάδοση ενός βιβλίου από στόμα σε στόμα», συμπληρώνει.

Εμπειρος εκδότης κι ο Θανάσης Ψυχογιός, αναρωτιέται εύλογα: «Βρίσκομαι στο χώρο 33 χρόνια, αλλά ακόμη αναζητώ τη συνταγή των μπεστ σέλερ». Θυμίζει τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία βιβλίων του καταλόγου του όπως το «Αρωμα» του Πατρίκ Ζισκίντ ή πιο πρόσφατα το περιώνυμο «Χάρι Πότερ» της Τζόαν Ρόουλινγκ. Δίνει μια απάντηση στο ερώτημα: «Χρειάζεται το βιβλίο να είναι ποιοτικό και συνάμα εύληπτο, να μαγνητίζει η ροή της γραφής του. Επίσης, εάν ο συγγραφέας είναι γνωστός, εάν το βιβλίο έχει βραβευθεί, εάν η έκδοση πραγματοποιηθεί την κατάλληλη στιγμή...».

Οσον αφορά την προσφερόμενη ποιότητα των ευπωλήτων, ο Θ. Καστανιώτης διατηρεί αμφιβολίες, αφού «κρίνοντας από τις πωλήσεις της Ζυράννας Ζατέλλη και του Παύλου Μάτεσι, ναι, συμβαδίζουν με την ποιότητα. Δεν είναι όμως ο κανόνας διότι η υψηλή λογοτεχνία δεν γίνεται συνήθως ευπώλητη. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είναι μικρή αγορά, με μικρή αναγνωσιμότητα και υποδομές».

Αλλο τόσο ο Αρης Μαραγκόπουλος, υπεύθυνος λογοτεχνίας στα «Ελληνικά Γράμματα», κάνει λόγο για «ευπώλητα βιβλία που μπορεί θαυμάσια να είναι αξιόλογα. Τα παραδείγματα είναι πολλά και γνωστά, οι καλές πωλήσεις δεν συνιστούν αφ' εαυτών μειονέκτημα ως προς τη λογοτεχνικότητα. Αλλά προσοχή! Δεν συνιστούν από μόνες τους και αξία. Η αξία χρήσης ενός λογοτεχνικού βιβλίου αποδεικνύεται μόνο στο χρόνο, ουδέποτε στον όποιο καιρό των πωλήσεών του».Σ' αυτό το σημείο παρεμβαίνει η συγγραφέας Μάιρα Παπαθανασοπούλου. Η εντυπωσιακή επιτυχία του μυθιστορήματός της «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» δημιούργησε προηγούμενο στην εκδοτική αγορά και προκλητική εκκίνηση μεταξύ των λογοτεχνών. Το διακρίνει άμεσα: «Το αντελήφθην καθυστερημένα. Αλλά το θεωρώ λογικό γιατί οι εκδοτικοί οίκοι κινούνται εν πολλοίς με εμπορικά κίνητρα. Είναι βεβαίως λυπηρό γιατί άθελά μου ευθύνομαι σε μεγάλο βαθμό για τη διατάραξη της συγγραφικής παραγωγής. Νιώθω όμως ότι τα πράγματα επέστρεψαν στις αρχικές τους διαστάσεις. Αλλωστε ο στίβος είναι εκεί και εμείς οι συγγραφείς δοκιμαζόμαστε με βάση το πιο αδιασάλευτο κριτήριο: το αναγνωστικό κοινό». Αμφίβολη λογοτεχνικότητα.

Υπερθεματίζοντας ο Νώντας Παπαγεωργίου, από το «Μεταίχμιο», χαρακτηρίζει «ρούχα μαζί που πλύθηκαν κι έχουν γίνει ροζ» όλα εκείνα τα αμφίβολης λογοτεχνικότητας μυθιστορήματα που κατακλύζουν την αγορά και για αδιευκρίνιστους λόγους βρίσκουν απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. «Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το κοινό και οι συνήθειές του», συμπληρώνει. «Για παράδειγμα, τα βιβλία τσέπης που κυκλοφορεί το "Μεταίχμιο" είναι αντανάκλαση της καλής πορείας μερικών τίτλων που προσφέρουμε σε πολύ χαμηλές τιμές και σε μικρό σχήμα. Ωστόσο, στην ευπώλητη λογική συνηγορούν ο συγγραφέας και το θέμα του βιβλίου, η συγκυρία και ο τρόπος προώθησής του».

Ο Θ. Ψυχογιός συμπληρώνει το σκεπτικό μιλώντας για «target group»: «Παρατηρώ ότι μερικές φορές τα ποιοτικά βιβλία δεν έχουν απήχηση. Αυτό συμβαίνει επειδή οι συγγραφείς δεν έχουν στοχεύσει σωστά το κοινό ή, σπανιότερα, επειδή ενδιαφέρονται για μια μικρή ομάδα αναγνωστών που τους καταλαβαίνει, και όχι το ευρύ κοινό. Το σίγουρο είναι ότι όλοι φιλοδοξούν να κοινωνήσουν τις σκέψεις και τις ιδέες τους σε όσο το δυνατό περισσότερους αποδέκτες».

Συμφωνεί μαζί του ο Σάμης Γαβριηλίδης. «Δεν στηρίζεται η εκδοτική στρατηγική μόνο στον ευπώλητο συγγραφέα. Γίνονται πιο εύκολα οι επιλογές αλλά και οι εκδοτικές κινήσεις για την αναζήτηση νέων ευπώλητων τίτλων», λέει. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του και δεδομένου ότι στον κατάλογο του οίκου του διαθέτει τον διεθνώς επιτυχημένο μυθιστοριογράφο Πέτρο Μάρκαρη, οι ευπώλητοι συγγραφείς έχουν μία ακόμη επικουρική ιδιότητα: «Στηρίζουν ένα μικρό εκδοτικό οίκο. Δεν αναφέρομαι μόνο στον όγκο των πωλήσεων αλλά και στη δυνατότητα να εισέρχεσαι σε χώρους πωλήσεων που σε άλλη περίπτωση είναι δυσπρόσιτοι». Γνώμονας η διάρκεια

Είναι λοιπόν αυτοσκοπός η εμπορική διάσταση της επιλογής βιβλίων για κυκλοφορία; «Επίπονη προσπάθεια» χαρακτηρίζει ο Θ. Καστανιώτης την επιλογή της «μπεστσελερίστικης-ευκαιριακής λογοτεχνίας. Προτιμώ τα βιβλία που θα έχουν βάθος χρόνου και ίσως γίνουν τα επόμενα κλασικά αριστουργήματα της λογοτεχνίας. Αυτός πρέπει να είναι ο γνώμονας».

Η Αννα Πατάκη αναφέρεται «σε αυτό που λέμε συχνά "συνταγή", στην προσπάθεια να μιμηθεί κανείς κάτι επιτυχημένο. Η εμπορικότητα ούτε συμβαδίζει υποχρεωτικά, βεβαίως, ούτε είναι και ασυμβίβαστη με τη λογοτεχνικότητα».

Για τις εκδόσεις «Ψυχογιός» τα ευπώλητα είναι απαραίτητα καθώς «πρέπει να είμαστε κερδοφόροι. Εκτός από παραγωγοί πνευματικών προϊόντων, έχουμε εμπορικές επιχειρήσεις που λειτουργούν σε άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον. Από τα εκατό εκδιδόμενα βιβλία, τα δέκα είναι ευπώλητα, τα εξήντα έχουν σχετικά θετικά αποτελέσματα και τα υπόλοιπα χρηματοδοτούνται από τα πρώτα. Πώς μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς ευπώλητα;».Υποτίθεται ότι οι κατάλογοι ευπωλήτων αποτυπώνουν τις αγοραστικές τάσεις του αναγνωστικού κοινού, τις επιλογές, τις προτιμήσεις του. Εστω κι αν αυτά τα στοιχεία δεν διατίθενται επίσημα λόγω της ανυπαρξίας ενός έγκριτου συστήματος καταμέτρησης για εκδότες και βιβλιοπώλες, τα ευπώλητα επηρεάζουν τη λειτουργία της βιβλιοαγοράς. «Μπορεί να παρουσιάζουν πολύ λίγο ενδιαφέρον οι κατάλογοι ευπωλήτων ως προς την αλήθεια τους, κι αυτό είναι σίγουρο, έχει όμως ενδιαφέρον ως κοινωνιολογικό φαινόμενο», παρατηρεί η Αννα Πατάκη. «Δεν είναι αξιόπιστες οι λίστες γιατί είναι κατά προσέγγιση και παρουσιάζουν πολλά κενά ή λάθη». Αυτές οι λίστες, ως είδος διαφήμισης, δεν ωφελούν το βιβλίο σύμφωνα με τον Σ. Γαβριηλίδη, αφού «είναι προτιμότερο ν' αναδεικνύονται οι αρετές ενός βιβλίου και επομένως με αυτό τον τρόπο να προσεγγίζεται το ευρύτερο κοινό. Τότε ανοίγουν οι πόρτες, τα σημεία πώλησης δηλαδή, η αναγνωρισιμότητα του εκδοτικού οίκου». Ο Α. Μαραγκόπουλος επιμένει ότι η μέτρηση των ευπωλήτων είναι ένας στατιστικός δείκτης: «Παρ' όλες τις ενστάσεις για την αξιοπιστία του, ανταποκρίνεται σε υπαρκτές ανάγκες της αγοράς του βιβλίου. Ενστάσεις υπάρχουν πάντα, ακόμα και για την αξιοπιστία των γραφομένων στις εφημερίδες κριτικών, ωστόσο ούτε ζητεί κανείς την κατάργησή τους ούτε παύουν να παίζουν τον (όποιο) ρόλο τους στην εκτίμηση και αγορά των βιβλίων».
ΑΠΟ ΤΗΝ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου